-
1 аптечка
аптечка ж η φαρμακοθήκη \аптечка первой помощи το φορητό (или πρόχειρο) φαρμακείο* * *жη φαρμακοθήκηапте́чка пе́рвой по́мощи — το φορητό ( или πρόχειρο) φαρμακείο
-
2 амперметр
το αμπεριόμετρο, το αμπερόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > амперметр
-
3 аптечка
το φαρμακείο (φορητό κιβώτιο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аптечка
-
4 дальномер
(телеметр) το τηλέμετρο, το διαστημόμετρο, ο δείκτης των αποστάσεωνбинокулярный - см. стереоскопический -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дальномер
-
5 радиоприёмник
το ραδιόφωνο, ο δέκτης του ασυρμάτου, ο ραδιοδέκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоприёмник
-
6 аптечка
-и θ.μικρό ή φορητό φαρμακείο. -
7 движок
-жка α.1. σύρτης.2. μεγάλο ξύλινο φτυάρι (για χιόνι κλπ.).3. μοτεράκι φορητό. -
8 портшез
-а α.φορητό κάθισμα. -
9 электродрель
-и θ.φορητό ηλεκτρικό τρυπάνι.
См. также в других словарях:
αρκεβούζιο — Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό … Dictionary of Greek
καραμπίνα — (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον… … Dictionary of Greek
πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
δέλετρο — το (Α δέλετρον) νεοελλ. στρ. φορητό φανάρι με καλυμμένες αδιαφανώς τις τρεις πλευρές του αρχ. 1. δόλωμα 2. φανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλετρον με τη σημ. «δόλωμα» < (θ.) δελεF τού δέλεαρ* + (επίθημα) τρον, που δηλώνει όργανο. Η σημ. «φανάρι» που… … Dictionary of Greek
δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… … Dictionary of Greek
διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… … Dictionary of Greek
κανοκιάλι — και καννοκιάλι, το ναυτ. μικρό φορητό τηλεσκόπιο, ναυτική διόπτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cann occhiale «οπτικός σωλήνας»] … Dictionary of Greek
κασέλι — το 1. μικρή κασέλα, μπαουλάκι, σεντουκάκι 2. το φορητό κιβώτιο τών υποδηματοστιλβωτών, τών λούστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασέλα + υποκορ. κατάλ. ι (< ιον)] … Dictionary of Greek
κασελάκι — το 1. μικρή κασέλα, μπαουλάκι, σεντουκάκι 2. το φορητό μικρό κιβώτιο τών υποδηματοστιλβωτών, τών λούστρων … Dictionary of Greek